οἰκεῑος

  • 21οἰκηιοτάτων — οἰκηϊοτάτων , οἰκεῖος in fem gen superl pl (ionic) οἰκηϊοτάτων , οἰκεῖος in masc/neut gen superl pl (ionic) οἰκηϊοτάτων , οἰκεῖος in fem gen superl pl (ionic) οἰκηϊοτάτων , οἰκεῖος in masc/neut gen superl pl (ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22οἰκῃότατα — οἰκηϊότατα , οἰκεῖος in adverbial superl (ionic) οἰκηϊότατα , οἰκεῖος in neut nom/voc/acc superl pl (ionic) οἰκηϊότατα , οἰκεῖος in adverbial superl (ionic) οἰκηϊότατα , οἰκεῖος in neut nom/voc/acc superl pl (ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 23οἰκήιον — οἰκήϊον , οἰκεῖος in masc acc sg (ionic) οἰκήϊον , οἰκεῖος in neut nom/voc/acc sg (ionic) οἰκήϊον , οἰκεῖος in masc/fem acc sg (ionic) οἰκήϊον , οἰκεῖος in neut nom/voc/acc sg (ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 24ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …

    Dictionary of Greek

  • 25οικειακός — οἰκειακός, ή, όν (ΑΜ, Α και, δωρ. τ., οἰκῃακός, ή, όν) [οικείος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικείος, οικιακός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰκειακά η ιδιωτική περιουσία μσν. (για πρόσ.) α) αυτός που ανήκει στην ίδια… …

    Dictionary of Greek

  • 26οἰκειοτέρως — οἰκεῑοτέρως , οἰκεῖος in adverbial comp οἰκεῑοτέρως , οἰκεῖος in masc acc comp pl (doric) οἰκεῑοτέρως , οἰκεῖος in masc acc comp pl (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 27οἰκείων — οἰκέω inhabit pres part act masc nom sg (epic) οἰκείω pres part act masc nom sg οἰκεί̱ων , οἰκεῖος in fem gen pl οἰκεί̱ων , οἰκεῖος in masc/neut gen pl οἰκεί̱ων , οἰκεῖος in masc/fem/neut gen pl οἰκειόω make imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 28οἰκηίων — οἰκηΐων , οἰκεῖος in fem gen pl (ionic) οἰκηΐων , οἰκεῖος in masc/neut gen pl (ionic) οἰκηΐων , οἰκεῖος in masc/fem/neut gen pl (ionic) οἰκειόω make imperf ind act 3rd pl (doric ionic aeolic) οἰκειόω make imperf ind act 1st sg (doric ionic… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 29μισοίκειος — μισοίκειος, ον (Α) αυτός που μισεί τους οικείους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + οἰκεῖος (πρβλ. φιλ οίκειος)] …

    Dictionary of Greek

  • 30ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …

    Dictionary of Greek