οἰκεῑος
111οικειοθελής — ές αυτός που γίνεται με τη θέληση εκείνου που ενεργεί ή αυτός που προέρχεται από ιδία θέληση, αυτοπροαίρετος, αυτόβουλος, θεληματικός, εκούσιος. επίρρ... οικειοθελώς εκούσια, θεληματικά, αυτοπροαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + θελής (< θέλω)] …
112οικειοπαθώ — οἰκειοπαθῶ, έω (Μ) πάσχω εξαιτίας τών οικείων, τών συγγενών μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + παθῶ (< παθής < πάσχω), πρβλ. δεινο παθώ, κακοπαθώ) …
113οικειοποιούμαι — (Α οἰκειοποιοῡμαι, έομαι) παίρνω κάτι που ανήκει σε άλλον και τό κάνω δικό μου, σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι αρχ. 1. υιοθετώ 2. (το ενεργ.) οἰκειοποιῶ, έω καθιστώ κάτι οικείο σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + ποιῶ / ποιοῦμαι (< ποιός*)] …
114οικειοπραγώ — οἰκειοπραγῶ, έω (Α) μεριμνώ, φροντίζω για τις υποθέσεις που μέ αφορούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + πραγῶ (< θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. πέ πραγ α), πρβλ. δικαιο πραγώ, ματαιο πραγώ] …
115οικειοτονούμαι — οἰκειοτονοῡμαι, έομαι (Α) (για λέξη) έχω τον δικό μου τόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + τονῶ / τονοῦμαι (< τόνος), πρβλ. φλεβο τονούμαι] …
116οικειοτοπώ — οἰκειοτοπῶ, έω (Α) πιθ. 1. είμαι οικοδεσπότης 2. (για πλανήτη) είμαι αυτός που κυριαρχεί στον ζωδιακό κύκλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + τοπῶ (< τόπος), πρβλ. ιδιο τοπώ] …
117οικειόπιστος — οἰκειόπιστος, ον (Μ) 1. αυτός που πιστεύει στον εαυτό του, στις δυνάμεις του, που έχει αυτοπεποίθηση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκειόπιστον η αυτοπεποίθηση («βάρος τῷ ταπεινῷ τὸ οἰκειόπιστον», Ιω. Κλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + πιστός] …
118οικειότητα — η (ΑΜ οἰκειότης, Α ιων. τ. οἰκηϊότης) [οικείος] ύπαρξη στενού συνδέσμου, εγκαρδιότητας στις ανθρώπινες σχέσεις, στενή φιλία, φιλικές και εγκάρδιες σχέσεις νεοελλ. γνώση ενός αντικειμένου, εξοικείωση αρχ. 1. ύπαρξη συγγενικών δεσμών μεταξύ… …
119οικειόφωνος — οἰκειόφωνος, ον (Α) αυτός που μιλά με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα. επίρρ... οἰκειοφώνως (Α) με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό φωνος] …
120οικειόχειρος — οἰκειόχειρος, ον (Μ) ιδιόχειρος. επίρρ... οἰκειοχείρως (Μ) 1. ιδιοχείρως 2. εκουσίως, αυθορμήτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + χειρος (< χείρ, χειρός), πρβλ. ιδιό χειρος] …