οἰκεῑος

  • 101ηθάς — ἠθάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) [ήθος] 1. (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο συνηθισμένος σε ένα πράγμα, γνώστης, εξοικειωμένος με κάτι («ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων», Σοφ.) 2. (απολ.) συνήθης, οικείος («τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι... εὐπιθέστεροι», Ευρ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 102μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …

    Dictionary of Greek

  • 103μοιράδι — το (Μ μοιράδιον και μεράδι και μεράδιν και μεράδιον και μοιράδι και μοιράδιν) 1. τεμάχιο γης, φέουδο 2. μερίδιο κληρονομιάς, μερτικό 3. (γενικά) τμήμα, μέρος ενός συνόλου νεοελλ. παροιμ. «τού συντρόφου το μοιράδι δεν τό χάνει η συντροφιά» λέγεται …

    Dictionary of Greek

  • 104οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 105οικήιος — οἰκήϊος, ον (Α) ιων. τ. βλ. οἰκείος …

    Dictionary of Greek

  • 106οικίδιος — οἰκίδιος, ία, ον (Α) 1. οικείος, οικιακός, σπιτικός 2. αυτός που γίνεται στο σπίτι, σε αντιδιαστολή προς τον δημόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μητρ ίδιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 107οικειάζω — οἰκειάζω (Α) [οικείος] οικειούμαι …

    Dictionary of Greek

  • 108οικειοβούλως — οἰκειοβούλως (Μ) επίρρ. αυτοπροαίρετα, οικειοθελώς, οικείᾳ βουλήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από αμάρτυρο επίθ. *οἰκειόβουλος (< οἰκεῖος + βουλος < βουλή), πρβλ. αυτο βούλως] …

    Dictionary of Greek

  • 109οικειογνωμόνως — οἰκειογνωμόνως (Μ) επίρρ. με ιδία, προσωπική γνώμη, με προσωπική αντίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από αμάρτυρο επίθ. *οἰκειογνώμων (< οἰκεῖος + γνώμων < γιγνώσκω)] …

    Dictionary of Greek

  • 110οικειογράφος — οἰκειογράφος ὁ, ἡ (Μ) αυτός που γράφει τα δικά του ζητήματα ή τα ζητήματα που αφορούν τους οικείους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + γράφος (< γράφω)] …

    Dictionary of Greek