οἰκειότητ'
1οἰκειότητ' — οἰκειότητα , οἰκειότης a being fem acc sg οἰκειότητι , οἰκειότης a being fem dat sg οἰκειότητε , οἰκειότης a being fem nom/voc/acc dual …
1οἰκειότητ' — οἰκειότητα , οἰκειότης a being fem acc sg οἰκειότητι , οἰκειότης a being fem dat sg οἰκειότητε , οἰκειότης a being fem nom/voc/acc dual …