οἰδαίνω

  • 11υποιδαίνω — Α εξογκώνω κάτι λίγο ή τό εξογκώνω από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οἰδαίνω «φουσκώνω, εξογκώνω»] …

    Dictionary of Greek