ούλτρα

  • 1ούλτρα- — πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό την έννοια τής υπερβολής, π.χ. ουλτραμικροσκόπιο, ουλτραμοντέρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ultra «πέραν, υπέρ» (πρβλ. γαλλ. ultrachic, αγγλ. ultrasmart κ.λπ.)] …

    Dictionary of Greek