οχτώ

  • 1οχτώ — οι, τα βλ. οκτώ …

    Dictionary of Greek

  • 2συνοδός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …

    Dictionary of Greek

  • 3σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… …

    Dictionary of Greek

  • 4οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …

    Dictionary of Greek

  • 5Μουσείο Σιδηροδρόμων Καλαμάτας — Το Μουσείο Σιδηροδρόμων Καλαμάτας λειτουργεί από το 1986 στο νότιο άκρο του Δημοτικού Πάρκου του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος. Το πάρκο αυτό καλύπτει μία έκταση 54 στρεμμάτων και γειτονεύει με μία περιοχή στην οποία υπάρχουν πολλά βιομηχανικά… …

    Dictionary of Greek

  • 6οκτάωρο — Λέγεται και οχτάωρο. Χρονικό διάστημα 8 ωρών, συνοπτική συνήθως έκφραση της εργάσιμης ημέρας. Παλιό αίτημα της εργατικής τάξης (οχτώ ώρες εργασία, οχτώ ύπνος, οχτώ ανάπαυση), το ο. καθιερώθηκε έπειτα από μακροχρόνιους αγώνες με αποκορύφωση την… …

    Dictionary of Greek

  • 7οκτάγωνος — οκτάγωνος, η, ο και οχτάγωνος, η, ο 1. αυτός που έχει οχτώ γωνίες: Οκτάγωνο σχήμα. 2. ως ουσ., οκτάγωνο, το το γεωμετρικό σχήμα με οχτώ γωνίες και οχτώ πλευρές, αλλ. οκτάπλευρο και οχτάπλευρο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 8οχτάρα — η 1. σύνολο οχτώ πραγμάτων. 2. ο αριθμός οχτώ. 3. οχτώ μέρες: Βγήκε στην αναφορά, αλλά έφαγε μια οχτάρα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 9οχταμηνίτικος — η, ο αυτός που διαρκεί οχτώ μήνες, ή γίνεται σε οχτώ μήνες ή γεννιέται σε οχτώ μήνες: Γεννήθηκε οχταμηνίτικο το μωρό …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 10κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …

    Dictionary of Greek