οφόρος

  • 1αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… …

    Dictionary of Greek

  • 2σακ(κ)οφορώ — έω, Α [σακ(κ)οφόρος] 1. φορώ τρίχινο ράσο ως ένδειξη μετάνοιας ή ως ένδειξη ασκητικής ζωής 2. είμαι αχθοφόρος …

    Dictionary of Greek

  • 3σακκοφορία — ἡ, Α [σακ(κ)οφόρος] η ένδυση με τρίχινο ράσο ως ένδειξη μετάνοιας ή ως ένδειξη ασκητικής ζωής …

    Dictionary of Greek

  • 4σακκοφορικός — ή, όν, Α [σακ(κ)οφόρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σακκοφόρο, δηλαδή στον αχθοφόρο 2. το ουδ. ως ουσ. τo σακκοφορικόν φόρος που καταβαλλόταν από τους σακκοφόρους, τους αχθοφόρους …

    Dictionary of Greek

  • 5τορπιλ(λ)οφόρο — το, Ν (στρ. ναυτ.) παλαιότερη ονομασία τού τορπιλοβόλου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. τορπιλ(λ)οφόρος (< τορπίλ[λ]η + φόρος* < φέρω). Το επίθ. τορπιλλοφόρος μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν… …

    Dictionary of Greek

  • 6λαοφόρος — λᾱοφόρος , λαοφόρος bearing people masc/fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)