ουρλιάζω

  • 1ουρλιάζω — ουρλιάζω, ούρλιαξα βλ. πίν. 23 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2ουρλιάζω — 1. (ιδίως για ζώα) εκβάλλω μακρόσυρτη κραυγή, σκούζω 2. μτφ. α) (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά β) (για θάλασσα και άνεμο) κάνω πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουριάζω, κατ επίδραση τού ιταλ. urlare] …

    Dictionary of Greek

  • 3ουρλιάζω — ούρλιασα και ούρλιαξα 1. για σκύλο, γαβγίζω χαρακτηριστικά, σκούζω. 2. μτφ., για άνθρωπο, φωνάζω δυνατά, σκούζω, τσιρίζω, ωρύομαι …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4ρυάζομαι — ουρλιάζω, σκούζω: Τη νύχτα τα τσακάλια ρυάζονταν στο λόγγο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 5κωκύω — (Α) (κυρίως για γυναίκες) 1. κλαίω δυνατά, θρηνώ («ἀμφ αύτῷ χυμένη λίγ ἐκώκυε», Ομ. Ιλ.) 2. μοιρολογώ νεκρό με δυνατές φωνές («ἀλλ εἶμι κἀν θανοῡσι κωκύσουσ ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῑραν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυ κύ ω, με ανομοίωση το ρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 6ολολύζω — (ΑΜ ὀλολύζω και ολολύττω) βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ γοερά, οδύρομαι, ολοφύρομαι, σκούζω αρχ. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, ιδίως για επίκληση γυναικών προς τους θεούς ή ως εκδήλωση χαράς («ὡς εἰποῡσ ὀλόλυξε θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», Ομ. Οδ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 7υλώ — άω, Α 1. (μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.) υλακτώ, γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) φωνάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία, πιθ. από ΙΕ ρίζα *ul «κλαίω, ουρλιάζω» και κατάλ. άω (πρβλ. βοάω, γοάω). Ανάλογα παραδείγματα… …

    Dictionary of Greek

  • 8ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 …

    Dictionary of Greek

  • 9αλυχτουρώ — ( άω και έω) 1. γαβγίζω, ουρλιάζω 2. γκρινιάζω, παραπονιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίστηκε υποχωρητικά από το μσν. ἀλυχτουρυόμαι < ἀλυχτῶ + οὐρυόμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχτούρισμα] …

    Dictionary of Greek

  • 10βαΰζω — και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω) 1. (για σκύλο) γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω νεοελλ. κλαίω σαν μικρό παιδί αρχ. 1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω 2. απειλώ κεκαλυμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που …

    Dictionary of Greek