ουδε
1ουδέ πω — οὐδέ πω και οὐδέπω (Α) (επίρρ. και σύνδ.) 1. και ούτε ακόμη («οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιίδος οὐδέ πω ἁμῆς γῆς ἀπέβην», Ομ. Οδ.) 2. όχι ακόμη, μέχρι τώρα όχι («ἐν μνήματι..., οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω κείμενος», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + μόριο πω… …
2οὐδέ — but not indeclform (particle) οὐδός 1 threshold masc voc sg οὐδός 2 way fem voc sg (ionic) …
3ουδέ — (Α οὐδέ) (αρν. μόριο που χρησιμοποιείται ως συμπλεκτικός σύνδ.) ούτε, και όχι αρχ. Ι. (ΩΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ) ΧΡΗΣΗ ΘΕΣΗ: 1. ως επί το πλείστον αντιτίθεται με το μὲν («ἄλλοις μὲν πᾱσιν ἑήνδανεν, οὐδέ ποθ Ἥρη, οὐδὲ Ποσειδάων , οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ», Ομ.… …
4ουδέ — σύνδ. συμπλεκτ., ούτε: Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. — οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. См. Не снилось …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6οὑδέ — ὀδέ , οὐδός 1 threshold masc voc sg (attic) …
7Οὐδὲ ὀβολόν ἔχει πρίασθαι βρόχον. — См. Ни удавиться, ни зарезаться нечем …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8Ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται. — ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται. См. Нужда закон изменяет …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9Γυναικὸς οὐδὲ χρῆμ’ ἀνὴρ ληίζεται… — См. Добрая жена веселье, а худая зло зелье …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10Πρέσβυς οὐ τύπτεται, οὐδε ὑβρίζεται. — См. Посла ни секут, ни рубят, только милуют …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)