οσιοτης
1ὁσιότης — disposition to observe divine law masc nom sg …
2ὁσιότητα — ὁσιότης disposition to observe divine law masc acc sg …
3ὁσιότητι — ὁσιότης disposition to observe divine law masc dat sg …
4ὁσιότητος — ὁσιότης disposition to observe divine law masc gen sg …
5οσιότητα — η (ΑΜ ὁσιότης, ητος) [όσιος] 1. η συμπεριφορά σύμφωνα με τον θείο νόμο, ευσέβεια, αγιότητα («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁσιότης», Πλάτ.) 2. τιμητική προσφώνηση ιερωμένων («τοῑς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.) αρχ.… …
6Philo — (20 BC 50 AD), known also as Philo of Alexandria (gr. Φίλων ὁ Ἀλεξανδρεύς), Philo Judaeus, Philo Judaeus of Alexandria, Yedidia and Philo the Jew, was a Hellenistic Jewish philosopher born in Alexandria, Egypt. Philo used allegory to fuse and… …
7καθοσιότης — καθοσιότης, ἡ (Α) ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὁσιότης (< ὅσιος)] …
8όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… …
9ԱՄԲԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0056 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. ԱՄԲԾՈՒԹԻՒՆ որ եւ ԱՆԲԾՈՒԹԻՒՆ. ἁκακία, ὀσιότης innocentia, probitas, sanitas Անարատութիւն. անմեղութիւն. սրբութիւն. անկեղծութիւն. պարզութիւն. ... *Ըստ ամբծութեան (կամ անբծութեան) իմում՝… …
10ԱՍՏՈՒԱԾԱՅՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0327 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 12c գ. θεότης divinitas Աստուածային գոլն Աստուծոյ. աստուածութիւն. *Առ աստուածայնութեան բնութեան անհասանելի է խորհրդոց մարդկան Աստուած. Պրպմ.: Եւ τὸ θειότατον divinisimum esse… …
- 1
- 2