οροθετική
1διελκυστίνδα — η (Α επίρρ. διελκυστίνδα) παιχνίδι κατά το οποίο δύο ομάδες κρατούν τα άκρα ενός σχοινιού και προσπαθούν να παρασύρουν η μια την άλλη πέρα από την οροθετική γραμμή νεοελλ. φρ. «πολιτική διελκυστίνδα» η προσπάθεια πολιτικών ομάδων να… …
2λίμιτον — λίμιτον, τὸ (Μ) (στη Ρώμη) η οροθετική γραμμή τής αυτοκρατορίας η οποία προστατευόταν και φρουρούνταν από τους λιμιταναίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. limes, itis «σύνορο»] …
3οροθετικός — ή, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οροθεσία 2. αυτός που καθορίζει τα σύνορα χώρας ή περιοχής («οροθετική γραμμή» γραμμή η οποία καθορίζει τα όρια δύο γειτονικών χωρών ή περιοχών). [ΕΤΥΜΟΛ. < οροθεσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1833… …
4Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …
5Γράμμος — Oροσειρά του δυτικού κλάδου της βόρειας Πίνδου. Βρίσκεται στα βόρεια της οροσειράς του Λεσκοβικιού και η υψηλότερη κορυφή της είναι στα 2.520 μ. Από την οροσειρά αυτή περνά η οροθετική γραμμή Ελλάδας Αλβανίας. Η περιοχή της οροσειράς υπήρξε πεδίο …
6Έβρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Θράκης Κάσσανδρου. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Έ. συκοφαντήθηκε από τη μητριά του στον πατέρα του ότι επιχείρησε να τη βιάσει και αναγκάστηκε, για να αποφύγει την τιμωρία, να πέσει στα νερά του ποταμού… …
7Λάτρης, Ικέσιος — (1799 – 1881). Αγωνιστής του 1821 και δημοσιογράφος. Αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά η καταγωγή του ήταν κρητική. Υπήρξε μαθητής του Κ. Κούμα και του Οικονόμου. Όταν πληροφορήθηκε την έναρξη της Επανάστασης, επέστρεψε στην Ελλάδα και… …
8οροθετικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην οροθεσία. 2. αυτός που καθορίζει τα σύνορα χώρας ή περιοχής: Οροθετική γραμμή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)