ορμίζω

  • 121εφορμίζω — (Α ἐφορμίζω) [έφορμος II] 1. ορμίζω, οδηγώ πλοίο σε όρμο, προσορμίζω 2. (μέσ. και παθ.) εφορμίζομαι εισπλέω σε όρμο, μπαίνω σε λιμάνι, προσορμίζομαι, αράζω αρχ. 1. ζητώ καταφύγιο σε κάποιον τόπο ή σε κάτι 2. μέσ. εφορμώ, επιτίθεμαι …

    Dictionary of Greek

  • 122καθορμίζω — (Α καθορμίζω) 1. οδηγώ πλοίο από το πέλαγος σε λιμάνι για αγκυροβολία, ελλιμενίζω, αγκυροβολώ, αράζω («καθώρμισαν πρός τι πολισμάτιον», Πολ.) 2. μέσ. καθορμίζομαι (για πλοία και κυβερνήτες) έρχομαι στο λιμάνι για αγκυροβολία, προσορμίζομαι («ἐς… …

    Dictionary of Greek

  • 123μεθορμίζω — (Α μεθορμίζω, Α και ιων. τ. μετορμίζομαι) 1. μετακινώ ή μεταφέρω πλοίο από ένα λιμάνι σε άλλο («καὶ παραινοῡντος εἰς Σηστὸν μεθορμίσαι τὸν στόλον», Πλούτ.) 2. μέσ. μεθορμίζομαι (για πλοίο) καταπλέω από ένα λιμάνι σε άλλο (α. «ο στόλος… …

    Dictionary of Greek

  • 124ορμίστρια — ὁρμίστρια, ἡ (Α) (ως προσωνυμία τής Ίσιδος) αυτή που οδηγεί σε ασφαλές αγκυροβόλιο και, ιδίως, στον όρμο τού θανάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμίζω + επίθημα τρια (πρβλ. τοκίσ τρια)] …

    Dictionary of Greek

  • 125ορμιστηρία — ὁρμιστηρία, ἡ (Α) αλυσίδα ή σχοινί με το οποίο προσδένεται ή από το οποίο εξαρτάται ένα αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὁρμιστήρ (< ὁρμίζω < ὅρμος [ΙΙ])] …

    Dictionary of Greek

  • 126παρορμίζω — ΝΑ [ορμίζω] προσορμίζω πλοίο δίπλα σε κάποιο άλλο …

    Dictionary of Greek

  • 127περιορμίζω — Α προσορμίζω πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὁρμίζω (< ὅρμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 128προσορμίζω — ΝΑ [ὁρμίζω] 1. οδηγώ πλοίο σε όρμο, λιμάνι, όπου και τό αγκυροβολώ 2. (μέσ. και παθ.) προσορμίζομαι εισέρχομαι σε όρμο για αγκυροβοληση, προσεγγίζω το λιμάνι και αγκυροβολώ …

    Dictionary of Greek