ορμίζω
111όρμισμα — το (Α ὅρμισμα) [ορμίζω] νεοελλ. το αποτέλεσμα τού ορμίζω, όρμιση αρχ. τόπος όπου αγκυροβολεί κανείς, όρμος, λιμάνι …
112ἀφορμίσαι — ἀπό ὁρμίζω bring to a safe anchorage aor inf act ἀφορμίσαῑ , ἀπό ὁρμίζω bring to a safe anchorage aor opt act 3rd sg …
113ὁρμιζομένας — ὁρμιζομένᾱς , ὁρμίζω bring to a safe anchorage pres part mp fem acc pl ὁρμιζομένᾱς , ὁρμίζω bring to a safe anchorage pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …
114ὁρμισαμένας — ὁρμισαμένᾱς , ὁρμίζω bring to a safe anchorage aor part mid fem acc pl ὁρμισαμένᾱς , ὁρμίζω bring to a safe anchorage aor part mid fem gen sg (doric aeolic) …
115ὡρμισμένας — ὡρμισμένᾱς , ὁρμίζω bring to a safe anchorage perf part mp fem acc pl ὡρμισμένᾱς , ὁρμίζω bring to a safe anchorage perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …
116ὡρμίσατ' — ὡρμίσατο , ὁρμίζω bring to a safe anchorage aor ind mid 3rd sg ὡρμίσατε , ὁρμίζω bring to a safe anchorage aor ind act 2nd pl …
117αφορμίζομαι — ἀφορμίζομαι (Α) λύνω τα πλοία μου από το λιμάνι, τα αφήνω να ταξιδέψουν. [ΕΤΥΜΟΛ. αφ (< απο ) + ορμίζομαι (μέσ. του ορμίζω) < όρμος «καταφύγιο, λιμάνι»] …
118δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …
119ενορμίζω — (AM ἐνορμίζω) [ορμίζω] (μέσ. και παθ.) (για πλοίο) προσορμίζομαι αρχ. οδηγώ το πλοίο στο λιμάνι …
120εξορμίζω — (AM ἐξορμίζω) (για πλοίο) 1. οδηγώ από τον όρμο ή το λιμάνι στα ανοιχτά 2. μεσ. αποπλέω αρχ. 1. ρίχνω στη θάλασσα («ἐς πόντον ὅσα χρὴ νέκυσιν ἐξορμίζομεν» ρίχνουμε στη θάλασσα όσα πρέπουν στους νεκρούς, Ευρ.) 2. παθ. (για μέλος τού σώματος)… …