ορθός

  • 71κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… …

    Dictionary of Greek

  • 72νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …

    Dictionary of Greek

  • 73ορθώνω — (ΑΜ ὀρθῶ, όω) [ορθός] 1. σηκώνω κάτι που έπεσε ή βρίσκεται κάτω 2. φέρνω σε όρθια θέση κάτι που έχει λοξή στάση 3. μέσ. ορθώνομαι, ὀρθοῡμαι, όομαι σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος νεοελλ. 1. (η προστ. αορ.) όρθωσον ναυτ. παράγγελμα που δίνεται προς… …

    Dictionary of Greek

  • 74πάρορθος — ον, Α παρόρθίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀρθός (πρβλ. κάτ ορθος)] …

    Dictionary of Greek

  • 75σωστός — ή, ό, ΝΑ νεοελλ. 1. άρτιος, χωρίς ατέλειες ή ελλείψεις (α. «σωστό είναι το ποσό» β. «σωστά τα μέλη αν έχει, γή όμορφος γή άσκημος», Ερωτόκρ.) 2. ακριβής, πλήρης («μια σωστή δουλειά δεν κάνει») 3. ορθός (α. «σωστό το συμπέρασμα» β. «δεν ακολούθησε …

    Dictionary of Greek

  • 76όρθιος — α, ο (ΑΜ ὄρθιος, ία, ον Α αττ. τ. θηλ. και ὄρθιος) [ορθός] 1. τεταμένος προς τα πάνω, ορθός, στητός, ευθυτενής 2. (για λίθους στην οικοδομή) τοποθετημένος κατά μήκος στον τοίχο, ώστε να φαίνεται η στενή πλευρά του 3. (για ζώα) αυτός που στέκει… …

    Dictionary of Greek

  • 77όρθρος — (από το ρήμα όρνυμι = κινώ, ξεσηκώνω, εγείρομαι, δηλαδή σηκώνομαι). Ο πριν από την αυγή χρόνος, η χαραυγή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα ό. είναι η ακολουθία της θείας λατρείας που γίνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, δηλαδή «τα βαθιά χαράματα»… …

    Dictionary of Greek

  • 78τοὐρθόν — ὀρθόν , ὀρθός straight masc acc sg ὀρθόν , ὀρθός straight neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 79ὀρθοτέρα — ὀρθοτέρᾱ , ὀρθός straight fem nom/voc/acc comp dual ὀρθοτέρᾱ , ὀρθός straight fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 80правописание — калька греч. ὀρθογραφία, ср. р. ὀρθός правильный , γράφω пишу …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера