ορθός

  • 61κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …

    Dictionary of Greek

  • 62μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …

    Dictionary of Greek

  • 63ὀρθότατ' — ὀρθότατα , ὀρθός straight adverbial superl ὀρθότατα , ὀρθός straight neut nom/voc/acc superl pl ὀρθότατε , ὀρθός straight masc voc superl sg ὀρθόταται , ὀρθός straight fem nom/voc superl pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 64Ορθάννης — Ὀρθάννης και Ὀρθάνης και Ὀρθαγένης και Ὀρθάγης, ὁ (Α) είδος δαίμονα που είχε τα χαρακτηριστικά τού Πριάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ανθρωπωνύμιο Ὀρθ άνη ς προέρχεται από το επίθ. ὀρθός με την κατάλ. άνη ς, που απαντά και στο Ἐργ άνη (< ἔργον). Ο τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 65ορθαγορίσκος — ο (Α ὀρθαγορίσκος) νεοελλ. ζωολ. γένος ψαριών που το γνωστότερο είδος του έχει την κοινή ονομασία φεγγαρόψαρο αρχ. 1. χοιρίδιο που ακόμη θηλάζει 2. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. τού τυράννου …

    Dictionary of Greek

  • 66ορθηλός — ὀρθηλός, ή, όν και ὀρθηρός, ά, όν (Α) ορθός, στητός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρθηλός < ὀρθός + επίθημα ηλός, πιθ. κατά το ὑψ ηλός, ενώ ο τ. ὀρθηρός < ὀρθός + επίθημα ηρός (πρβλ. τολμη ρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 67Βούδας — (Buddha). Με το όνομα αυτό αναφέρονται στις ινδικές παραδόσεις ξεχωριστά άτομα, τα οποία, αφού έχουν πετύχει την υπέρτατη πνευματική φώτιση (βόδα), αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μεταδώσουν στην ανθρωπότητα τη διδασκαλία για τη σωτηρία της (βούδας …

    Dictionary of Greek

  • 68Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …

    Dictionary of Greek

  • 69Calque — In linguistics, a calque (pronEng|kælk) or loan translation is a word or phrase borrowed from another language by literal, word for word (Latin: verbum pro verbo ) or root for root translation. For example, the common English phrase flea market… …

    Wikipedia

  • 70Орфоэпия — (от др. греч. ὀρθός  «правильный» и греч. ἔπος  «речь»)  наука (раздел фонетики), занимающаяся нормами произношения, их обоснованием и установлением. Содержание …

    Википедия