οπῖπα
1οπίπα — ὀπίπα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀπίπα ἐξαπατᾷ, ἀπατέων ἤ ἀπατῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οπιπεύω] …
2οπιπεύω — ὀπιπεύω και διάφ. τ. ὀπιπτεύω (Α) 1. παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα, με περιέργεια («δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῑκας;», Ομ. Οδ.) 2. ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω 3. (ενεργ. και μέσ.) δελεάζω, εξαπατώ, αποπλανώ («δολεροῑσιν …