οποιος
1ὁποῖος — of what sort masc nom sg …
2οποίος — α, ο και οποιός, ά, ό (Α ὁποῑος, οία, ον, ιων. τ. ὁκοῑος, η, ον, επικ. τ. ὁπποῑος, η, ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, ά, ό) (αναφ. αντων.) αυτού τού είδους, ό,τι λογής, ποιας λογής νεοελλ. 1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το… …
3όποιος — α, ο (Μ ὅποιος, α, ον) (αναφ. αντων.) εκείνος που, αυτός που (α. «όποιος είναι έξω απ τον χορό πολλά τραγούδια ξέρει», παροιμ. β. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τόν τρών οι κότες», παροιμ.) νεοελλ. (ως αόρ. αντων.) 1. οποιοσδήποτε («όποιος κι …
4οποίος — οποία, οποίο αναφορ. αντων., όποιου είδους ή ποιότητας, που: Μην ακούς αυτόν ο οποίος δεν ξέρει τίποτα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5όποιος — όποια, όποιο αναφορ. αντων., εκείνος που, οποιοσδήποτε, τέτοιος που: Μ όποιο δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις (παροιμ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6σελ(λ)οποιός — ο, Ν τεχνίτης που κατασκευάζει σέλες, σελάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλ(λ)α + ποιός*] …
7χὠποῖος — ὁποῖος , ὁποῖος of what sort masc nom sg …
8ὁκοῖον — ὁποῖος of what sort masc acc sg (ionic) ὁποῖος of what sort neut nom/voc/acc sg (ionic) …
9ὁποιασοῦν — ὁποῖος of what sort fem acc pl ὁποῖος of what sort fem gen sg …
10ὁποῖον — ὁποῖος of what sort masc acc sg ὁποῖος of what sort neut nom/voc/acc sg …