ονίδιον
1ὀνίδιον — little ass neut nom/voc/acc sg …
2ονίδιο — το (Α ὀνίδιον) [όνος] μικρός όνος, γαιδουράκι αρχ. στον πληθ. τὰ ὀνίδια κόπρος όνων …
3όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …