ονομαστός
1ὀνομαστός — named masc nom sg …
2Ὀνόμαστος — masc nom sg …
3ονομαστός — ή, ό (Α ὀνομαστός και ιων. τ. οὐνομαστός και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, ή, όν) [ονομάζω] αυτός που το όνομά του είναι γνωστό, αυτός που έχει φήμη, φημισμένος, περιώνυμος, ξακουστός αρχ. 1. αυτός που μπορεί ή είναι άξιος να ονομάζεται 2. (το ουδ …
4ονομαστός — ή, ό αυτός που έχει όνομα, φήμη, ο διάσημος, ο ξακουστός, ο ξακουσμένος: Ονομαστός επιστήμονας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ὀνομαστότερον — ὀνομαστός named adverbial comp ὀνομαστός named masc acc comp sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc comp sg …
6ὀνομαστοτάτω — ὀνομαστός named masc/neut nom/voc/acc superl dual ὀνομαστός named masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …
7ὀνομαστοτάτων — ὀνομαστός named fem gen superl pl ὀνομαστός named masc/neut gen superl pl …
8ὀνομαστόν — ὀνομαστός named masc acc sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc sg …
9ὀνομαστότατα — ὀνομαστός named adverbial superl ὀνομαστός named neut nom/voc/acc superl pl …
10ὀνομαστότατον — ὀνομαστός named masc acc superl sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc superl sg …