ομαδική

  • 1καραβάνι — Ομαδική πορεία, κυρίως μεταναστών, προσκυνητών ή εμπόρων, η οποία συνήθως πραγματοποιείται με καμήλες, υποζύγια ή τροχοφόρα. Η λέξη κ. προέρχεται από την περσική λέξη κερβάν, που χαρακτήριζε αρχικά τις νομαδικές φυλές, είτε αυτές μετακινούνταν… …

    Dictionary of Greek

  • 2Μαστιχοχώρια — Ομαδική ονομασία οικισμών της Χίου. Βρίσκονται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, στην περιοχή που καλλιεργείται ο μαστιχοφόρος σχίνος, από τον κορμό του οποίου συλλέγεται η μαστίχα, που αποτελούσε για πολλούς αιώνες κύριο και σχεδόν αποκλειστικό… …

    Dictionary of Greek

  • 3μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… …

    Dictionary of Greek

  • 4ομαδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα σύνολο, σε μία ομάδα ανθρώπων («ομαδικό πνεύμα») 2. αυτός που γίνεται από ομάδες ή κατά ομάδες (α. «ομαδική απεργία» β. «ομαδική αποχώρηση») 3. φρ. α) «ομαδικά αγωνίσματα» ή «ομαδικά αθλήματα» αθλητικά …

    Dictionary of Greek

  • 5ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …

    Dictionary of Greek

  • 6επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …

    Dictionary of Greek

  • 7Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …

    Dictionary of Greek

  • 8διαβόηση — η (Α διαβόησις) νεοελλ. 1. η γνωστοποίηση που γίνεται με μεγάλη βοή, με μεγαλόφωνη διαλάληση 2. η ομαδική επιδοκιμασία και, ακόμη συχνότερα, η ομαδική αποδοκιμασία αρχ. η μεγαλόφωνη κραυγή …

    Dictionary of Greek

  • 9διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …

    Dictionary of Greek

  • 10πανζουρλισμός — ο 1. κατάσταση στην οποία επικρατούν σύγχυση, αταξία και θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ατόμων 2. (κατ επέκτ.) κατάσταση ομαδικού ενθουσιασμού που εκδηλώνεται με επευφημίες, υστερικές κραυγές και θορύβους, ομαδική υστερία, ομαδική τρέλα.… …

    Dictionary of Greek