Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ομίχλη

См. также в других словарях:

  • ὀμίχλη — ὁμίχλη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμίχλῃ — ὁμίχλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμίχλη — fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμίχλῃ — ὁμίχλη fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… …   Dictionary of Greek

  • ομίχλη — η 1. σύννεφο από υδρατμούς πάνω στη γη, αλλ. αντάρα: Όλη τη μέρα δεσηκώθηκε η ομίχλη. 2. φρ., «ξηρή ομίχλη», μετεωρολογικό φαινόμενο που σαν λευκό πέπλο σκεπάζει έναν τόπο, αχλύδα, θολούρα, καταχνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀμίχλαι — ὁμίχλη fem nom/voc pl (epic ionic) ὀμίχλᾱͅ , ὁμίχλη fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμίχλαι — ὁμίχλη fem nom/voc pl (doric) ὁμίχλᾱͅ , ὁμίχλη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμίχληι — ὁμίχλῃ , ὁμίχλη fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμίχλαις — ὁμίχλη fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμίχλην — ὁμίχλη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»