-
1 ομίχλη
[омихли] ουσ. Θ. туман,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ομίχλη
-
2 туман
-
3 тумаи
тумаим1. ἡ ὁμίχλη, ἡ ἀντάρα, ἡ καταχνιά:заволакиваться \тумаиом πέφτει ὁμίχλη·2. перен ἡ θολούρα, ἡ ἀχλύς:напустить \тумаиу συσκοτίζω μιαν ὑπόθεση· у него \тумаи в голове ἔχει θολούρα στά μυαλά του· У меня \тумаи в глазах θόλωσαν τά μάτια μου. -
4 застилать
ρ.δ. (κυρλξ. κ. μτφ.) στρώνω, απλώνω, καλύπτω, σκεπάζω•застилать весь пол коврами στρώνω όλο το πάτωμα με χαλιά•
туча -ла солнце το σύννεφο σκέπαζε τον ήλιο•
дым -а.л небо ο καπνός σκέπαζε τον ουρανό•
туман -ал глаза η ομίχλη μου κάλυπτε την όραση•
слезы -ли глаза τα δάκρυα επισκότιζαν την όραση.
καλύπτομαι, σκεπάζομαι•равнина -лась туманом η πεδιάδα σκεπάζονταν με ομίχλη.
-
5 одеть
одену, оденешь, προστκ. одень, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одетый, βρ: одет, -а, -о.ρ.σ.μ.1. ντύνω•одеть ребнка ντύνω το παιδάκι.
|| στολίζω. || εξασφαλίζω από ρούχα•одеть свою семью ντύνω την οικογένεια μου.
2. μτφ.. καλύπτω, σκεπάζω. || τυλίγω, περιβάλλω (για ομίχλη, σκοτάδι κ.τ.τ.)•3. σκεπάζω•одеть сына •
одеялом σκεπάζω το παιδί με το πάπλωμα.
1. ντύνομαι•тепло одеть ντύνομαι ζεστά•
дурно (безвкусно) одеть ντύνομαι ακαλλαίσθητα.
|| εξασφαλίζομαι από ρούχα.2. μτφ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι με (πρασινάδα, φυλλωσιά κ.τ.τ.). || τυλίγομαι, περιβάλλομαι (για ομίχλη σκοτάδι κ.τ.τ.).3. σκεπάζομαι (στον ύπνο)•одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.
-
6 туман
туман 1-а (туману) α.1. ομίχλη, καταχνιά, αντάρα•заволакиваться -ом σκεπάζομαι απο ομίχλη, ανταριάζω.
2. μτφ. θολούρα, θάμβος των ματιών. || μτφ. ασάφεια πνευματική, συσκότιση, θόλωμα• αοριστία, αβεβαιότητα•туман будущего αβεβαιότητα για το μέλλον.
εκφρ.туман в глазах у кого – έχει θολούρα, ασάφεια, δεν είναι οξυδερκής, δε βλέπει μακριά διανοητικά•туман в голове у кого – έχει θολούρα στο κεφάλι κάποιος• (как) в -е α) ασαφώς,αμυδρώς, θολά• ωχρά•помню как в -е – θυμούμαι αμυδρώς. β) στα τυφλά• αόριστα•напустить ή навести -у – θολώνω, συσκοτίζω, συγχύζω.туман 2κ. томан-а α.το τομάν, (παλαιό περσικό νόμισμα). -
7 дымка
η άχνα, η αχλύςатмосферная - η αχλύ, η αραιά ομίχληРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дымка
-
8 туман
η ομίχλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > туман
-
9 туманность
1. (скопление тумана) η ομίχλη, η αντάρα, η καταχνιά 2. астр. το νεφέλωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > туманность
-
10 марево
маревос1. (мираж) ὁ ἀντικατοπτρι-σμός·2. (туман) ἡ ὁμίχλη, ἡ ἄχνα -
11 обволакивать
обволакиватьнесов τυλίγω, καλύπτω / σκεπάζω (о тучах):\обволакивать туманом καλύπτω μέ ὁμίχλη. -
12 подернутый
подернутыйприл:\подернутый дымкой σκεπασμένος μέ ὁμίχλη, καταχνιασμένος. -
13 туманить
туман||итьнесов1. σκεπάζω μέ ὁμίχλη, καταχνιάζω·2. перен θολώνω:слезы \туманитьят взор τά δάκρυα θολώνουν τό βλέμμα. -
14 туманиться
туман||иться1. σκεπάζομαι ἀπό ὁμίχλη·2. безл перен σκοτεινιάζω/ θολώνω (о глазах):голова \туманитьсяится ζαλίστηκα -
15 туман
[τουμάν] οοσ. α ομίχλη -
16 туманить
[τουμάνιτ*] ρ. σκεπάζω με ομίχλη, θολώνω -
17 туман
[τουμάν] οοσ. α ομίχλη -
18 туманить
[τουμάνιτ*] ρ. σκεπάζω με ομίχλη, θολώνω -
19 туман
[τουμάν] ουσ α ομίχλη -
20 туманить
[τουμάνιτ'] ρ σκεπάζω με ομίχλη, θολώνω
См. также в других словарях:
ὀμίχλη — ὁμίχλη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμίχλῃ — ὁμίχλη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμίχλη — fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμίχλῃ — ὁμίχλη fem dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… … Dictionary of Greek
ομίχλη — η 1. σύννεφο από υδρατμούς πάνω στη γη, αλλ. αντάρα: Όλη τη μέρα δεσηκώθηκε η ομίχλη. 2. φρ., «ξηρή ομίχλη», μετεωρολογικό φαινόμενο που σαν λευκό πέπλο σκεπάζει έναν τόπο, αχλύδα, θολούρα, καταχνιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀμίχλαι — ὁμίχλη fem nom/voc pl (epic ionic) ὀμίχλᾱͅ , ὁμίχλη fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμίχλαι — ὁμίχλη fem nom/voc pl (doric) ὁμίχλᾱͅ , ὁμίχλη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμίχληι — ὁμίχλῃ , ὁμίχλη fem dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμίχλαις — ὁμίχλη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμίχλην — ὁμίχλη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)