οκνηρός
1ὀκνηρός — shrinking masc nom sg …
2οκνηρός — ή, ό (Α ὀκνηρός, ά, όν) αυτός που αποφεύγει την εργασία και κάθε δραστηριότητα, ακαμάτης, τεμπέλης 1. αυτός που διστάζει, ιδίως από φόβο, άτολμος, δειλός 2. νωθρός, βραδυκίνητος 3. (για πράγματα ή για καταστάσεις) δυσάρεστος, ενοχλητικός («ἡμῑν… …
3οκνηρός — ή, ό απρόθυμος, οκνός, νωθρός, ακαμάτης, τεμπέλης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὀκνηρά — ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc pl ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc/acc dual ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5ὀκνηρότερον — ὀκνηρός shrinking adverbial comp ὀκνηρός shrinking masc acc comp sg ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc comp sg …
6ὀκνηροτέρων — ὀκνηρός shrinking fem gen comp pl ὀκνηρός shrinking masc/neut gen comp pl …
7ὀκνηροτέρως — ὀκνηρός shrinking adverbial comp ὀκνηρός shrinking masc acc comp pl (doric) …
8ὀκνηρῶν — ὀκνηρός shrinking fem gen pl ὀκνηρός shrinking masc/neut gen pl …
9ὀκνηρόν — ὀκνηρός shrinking masc acc sg ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc sg …
10ὀκνηρότατον — ὀκνηρός shrinking masc acc superl sg ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc superl sg …