οκνηρός
91οκνώ — (Α ὀκνῶ, έω και επικ. τ. ὀκνείω) διστάζω, αποφεύγω ή δεν έχω την τόλμη να κάνω κάτι νεοελλ. 1. αμελώ να κάνω κάτι 2. οκνεύω, είμαι οκνηρός, τεμπέλης αρχ. 1. είμαι αναποφάσιστος 2. (για στρατιώτη) είμαι δειλός 3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι («πῶς τὸ… …
92οκνώδης — ὀκνώδης, ῶδες (Α) [όκνος (Ι)] οκνηρός …
93προαργώ — έω, Α [ἀργῶ] είμαι οκνηρός εκ τών προτέρων …
94πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …
95πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …
96ράθυμος — η, ο / ῥάθυμος, ον, ΝΜΑ, και ῥᾴθυμος, ον, Α ο απρόθυμος για εργασία, αυτός που δεν έχει καμία διάθεση για δράση, νωθρός, οκνηρός νεοελλ. αράθυμος αρχ. 1. επιπόλαιος 2. (για ύφος λόγου) ανώμαλος ή ακατάστατος 3. αυτός που γίνεται χωρίς ιδιαίτερη… …
97σκεμπέ — η, και σκεμπές, ο, Ν 1. κοιλιά 2. στομάχι ζώου από το οποίο παρασκευάζεται ο πατσάς 3. μτφ. α) άνθρωπος ράθυμος, οκνηρός β) κοιλαράς, πλαδαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. işkembe] …
98συγκακόσχολος — ον, Α αυτός που ασχολείται με ανάξια λόγου πράγματα μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κακόσχολος «ράθυμος, οκνηρός, επιπόλαιος»] …
99σχολερός — ά, όν, Α 1. οκνηρός 2. φρ. «σχολερόν ἐστι» είναι σπατάλη χρόνου, χαμένη ώρα (Σευήρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία, αργία» + ερός (πρβλ. πνιγ ερός)] …
100τεμπέλης — α, ικο, Ν οκνηρός, φυγόπονος, ακαμάτης, αργόσχολος. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. tembel] …