οκνηρός
81νωκαρώδης — νωκαρώδης, ῶδες (Α) [νώκαρ] οκνηρός, νωχελής, βραδυκίνητος …
82νωχελής — ές (Α νωχελής, ές) αυτός που κινείται βαριά και αργά, αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος νεοελλ. (η αιτ. τού ουδ. υπερθ. ως επίρρ.) νωχελέστατα με μεγάλη νωχέλεια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νωχελές α) η νωχέλεια β) έκτρωμα, τέρας. επίρρ... νωχελώς με …
83νώθουρος — νώθουρος, ον (Α) ανίκανος κατά τη σεξουαλική συνεύρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νωθής «νωθρός, οκνηρός» + ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ ουρος] …
84νώκαρ — νῶκαρ, αρος, τὸ (Α) 1. λήθαργος, κώμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «νύσταξις, νώθεια, κακόσχολος ἔννοια» 3. (κατά το λεξ. Σούδα και ως επίθ.) οκνηρός, δυσκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για αρχαϊκό ουδ. σε αρ που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη… …
85οδαρός — ὀδαρός (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀκνηρός» …
86οκναλέος — ὀκναλέος, α, ον (Α) (ποιητ. τ.) οκνηρός. επίρρ... ὀκναλέως (Α) με οκνηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) + κατάλ. αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος)] …
87οκνηλός — ὀκνηλός, ά, όν (Α) (κατά τον Θεόγνωτο) οκνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός» + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, τρυφηλός)] …
88οκνηρία — η (Α ὀκνηρία) [οκνηρός] τάση για αποφυγή εργασίας και κάθε δραστηριότητας, νωθρότητα, τεμπελιά («ἀπεῑχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ») …
89οκνηρεύω — (Α ὀκνηρεύω) [οκνηρός] καθιστώ οκνηρό κάποιον …
90οκνιάρης — α, ικο (συν. στον Ερωτόκρ.) ακαμάτης, τεμπέλης, οκνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οκνιά + κατάλ. άρης (πρβλ. ζαβολι άρης)] …