οκνηρός

  • 71ματώ — (I) ματῶ, άω (Α) [μάτη] 1. είμαι αργός, οκνηρός, βραδύνω, αμελώ («περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὖργον τόδε», Αισχύλ.) 2. είμαι μάταιος, ανώφελος 3. αποτυγχάνω σε κάτι. (II) ματῶ, έω, αιολ. τ. μάτημι (Α) (σπάν.τ.) βλ. ματεύω. (III) ματῶ, έω, αιολ. τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 72μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν …

    Dictionary of Greek

  • 73μισέργατος — μισέργατος, ὁ (Α) αυτός που μισεί την εργασία, μίσεργος, τεμπέλης, οκνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἐργάτης] …

    Dictionary of Greek

  • 74μπουνταλάς — ο, θηλ. μπουνταλού 1. ανόητος, κουτός 2. χοντρός 3. αδέξιος 4. νωθρός, οκνηρός 5. αγαθούλης, αφελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. budala] …

    Dictionary of Greek

  • 75μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …

    Dictionary of Greek

  • 76ναρκιώ — ναρκιῶ, άω (ΑΜ) είμαι νωθρός, γίνομαι δυσκίνητος, οκνηρός, αδρανής, ναρκώνομαι αρχ. είμαι μουδιασμένος, μουδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + κατάλ. ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθενειών (πρβλ. μυρμηκ ιώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 77ντεζούτελες — ο ως επίθ. άχρηστος, οκνηρός, ακαμάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desutele] …

    Dictionary of Greek

  • 78νωθής — νωθής, ές (Α) 1.νωθρός, χαύνος, οκνηρός («ὥσπερ ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθεστέρῳ», Πλάτ.) 2. βραδύνους, αυτός που έχει μειωμένη αντίληψη 3. αυτός που υστερεί πνευματικά 4. (για το πυρ) ήρεμος, μέτριος, πράος 5. (για την ύλη)… …

    Dictionary of Greek

  • 79νωθρεύω — (Α) [νωθρός] 1. (ενεργ. και μέσ.) α) είμαι οκνηρός ἡ δειλός β) είμαι αδιάθετος 2. μέσ. νωθρεύομαι (για οίδημα) υποχωρώ δύσκολα, θεραπεύομαι αργά …

    Dictionary of Greek

  • 80νωθριώ — νωθριῶ, άω (Α) είμαι νωθρός, οκνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νωθρός + κατάλ. ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ανιώ, αρρωστιώ)] …

    Dictionary of Greek