οκνηρός
61κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… …
62κοπρίτης — ο (Μ κοπρίτης) [κόπρος (Ι)] βρομιάρης νεοελλ. 1. αυτός που ζει μόνο για να κοπρίζει, τεμπέλης, οκνηρός, ανίκανος 2. νωθρός και δειλός, άνανδρος 3. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και κυκλοφορεί αδέσποτο, κοπρόσκυλο …
63κοπρόσκυλο — το 1. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και γυρίζει αδέσποτο, κοπρίτης 2. (για πρόσ.) μτφ. οκνηρός, τεμπέλης, τεμπελόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + σκυλο (< σκυλί), πρβλ. κυνηγό σκυλο, τεμπελό σκυλο] …
64λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …
65ληδείν — ληδεῑν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κοπιᾱν, κεκμηκέναι». [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού τ. σε ΙΕ ρίζα *lēd «εγκαταλείπω» και η σύνδεσή του με λέξεις που έχουν τη σημ. τού «αφήνω» δεν φαίνεται πειστική. Μάλλον πρόκειται για αλλοιωμένη μορφή τών γλωσσών που… …
66μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… …
67μίσεργος — μίσεργος, ον (Α) αυτός που αισθάνεται αποστροφή προς την εργασία, οκνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλ εργος] …
68μαλακύνω — (Α μαλακύνω) [μαλακός] 1. μαλακώνω, απαλύνω 2. εξασθενώ κάποιον ή κάτι αρχ. 1. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό («κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ) 2. παθ. μαλακύνομαι γίνομαι οκνηρός και δειλός («ὄπισθεν ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ… …
69μαλθακίζομαι — (AM) [μαλθακός] είμαι ή γίνομαι οκνηρός, χαύνος αρχ. 1. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («Ζεὺς τοῑς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», Αισχύλ.) 2. (σε σχέση με τη θερμότητα τού ηλίου) αποχαυνώνομαι 3. είμαι δειλός («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν… …
70μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …