οκνηρός

  • 51αργικός — ἀργικός, ή, όν (Α) αργός (II)*, οκνηρός …

    Dictionary of Greek

  • 52αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …

    Dictionary of Greek

  • 53αργώδης — ἀργώδης ( ους), ες (AM) [αργός (II)] ο οκνηρός …

    Dictionary of Greek

  • 54αφιλόπονος — ἀφιλόπονος, ον (Α) ο μη φιλόπονος, ο οκνηρός …

    Dictionary of Greek

  • 55κακόσχολος — κακόσχολος, ον (Α) 1. αυτός που σπαταλά τον χρόνο τής σχόλης του κακώς 2. (κλητ. εν. αρσ.) κακόσχολε μηδαμινέ 3. φρ. «κακόσχολοι πνοαί» άνεμοι που ενισχύουν την τεμπελιά, τη ραθυμία 4. ράθυμος, οκνηρός, τεμπέλης. επίρρ... κακοσχόλως (Α) 1. χωρίς… …

    Dictionary of Greek

  • 56καταργώ — (I) (AM καταργῶ, έω) συντελώ ώστε να παύσει να ισχύει κάτι, θέτω κάτι εκτός ισχύος, καταλύω, ακυρώνω (α. «η κυβέρνηση κατάργησε το παλιό σύστημα τής φορολογίας» β. «μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῡ θεοῡ καταργήσει», ΚΔ) αρχ. 1. δυσχεραίνω μια… …

    Dictionary of Greek

  • 57καταρραθυμώ — καταρραθυμῶ, έω (Α) 1. είμαι εντελώς οκνηρός («καταρραθυμήσαντες ὑστερίζουσι τῶν ἀντιπάλων», Ξεν.) 2. παραμελώ κάτι 3. χάνω κάτι από αμέλεια («τὰ κατερραθυμημένα πάλιν ἀναλήψεσθε», Δημοσθ.) 4. αποχαυνώνω κάποιον («καταρραθυμοῡντος τὴν χεῑρα τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 58κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… …

    Dictionary of Greek

  • 59κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …

    Dictionary of Greek

  • 60κοιμήσης — ο [κοίμηση] 1. διανοητικώς νωθρός 2. οκνηρός, βραδυκίνητος …

    Dictionary of Greek