οκνηρός

  • 41άπεργος — ἄπεργος, ο (Α) αυτός που δεν εργάζεται, ο οκνηρός …

    Dictionary of Greek

  • 42άπονος — η, ο (AM ἄπονος, ον) μσν. νεοελλ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος αρχ. 1. ο δίχως μόχθο ή κόπο, άκοπος 2. ο δίχως πόνο, ανώδυνος 3. (για ανθρώπους) οκνηρός, τεμπέλης …

    Dictionary of Greek

  • 43άτονος — η, ο (AM ἄτονος, ον) 1. αυτός που δεν έχει τόνο ή ένταση, ο εξασθενημένος 2. «άτονες λέξεις» εκείνες που δεν τονίζονται νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) νωθρός, οκνηρός 2. (για το βλέμμα) μη ζωηρός, ανέκφραστος 3. φρ. «άτονο έλκος» δυσκολοθεράπευτη… …

    Dictionary of Greek

  • 44έωλος — ο (ΑΜ ἕωλος, ον) 1. αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη μέρα, χθεσινός, παλιός, μπαγιάτικος 2. (για τρόφιμα) μπαγιάτικος, μουχλιασμένος 3. (για αβγά) κλούβιος μσν. (για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε αρχ. 1. (για πράξεις) παλιός,… …

    Dictionary of Greek

  • 45αδούλης — ο (θηλ. ούλα και ούλισσα και ούλω, η) [άδουλος ΙΙ] αυτός που αποφεύγει την εργασία, φυγόπονος, οκνηρός, τεμπέλης, ακαμάτης …

    Dictionary of Greek

  • 46αινόθρυπτος — αἰνόθρυπτος, ον (Α) τρυφερός, οκνηρός, αργοκίνητος, μαλθακός, τεμπέλης (για τα προβλήματα γραφής, σημασίας και ετυμολογίας τής λέξης βλ. αινόδρυπτος) …

    Dictionary of Greek

  • 47ακαματερός — ή, ό [ακαμάτης] 1. τεμπέλης, οκνηρός 2. (το βόδι) που δεν είναι κατάλληλο για όργωμα 3. (το δέντρο ή το φυτό) που ο καρπός του ωριμάζει πολύ αργά …

    Dictionary of Greek

  • 48ανάπαλος — (I) η, ο 1. απαλός, μαλακός 2. (για πρόσωπα) α) οκνηρός, τεμπέλης β) ανίκανος, αδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + απαλός]. (II) ἀνάπαλος και ποιητ. ἄμπαλος, ο (Α) [ἀναπάλλω] 1. η ανάπαλση* 2. φρ. «κατ’ ἄμπαλον μισθοῡν», με δημοπρασία …

    Dictionary of Greek

  • 49απεργός — ο αυτός που κατεβαίνει, μετέχει σε απεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. άπεργος «αργός, οκνηρός» < απ(ο) * + εργος < έργον] …

    Dictionary of Greek

  • 50απρόκοπος — κ. κοφτος, η, ο (AM ἀπρόκοπος, ον) όποιος δεν έχει προκοπή, δεν κάνει προόδους νεοελλ. 1. οκνηρός 2. ανάγωγος 3. δύστροπος …

    Dictionary of Greek