οκνηρός

  • 31φιλαργικός — ή, όν, Α 1. αυτός που αγαπά την αργία, οκνηρός 2. φρ. «φιλαργικὸς βίος» ζωή γεμάτη υλικές απολαύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀργικός «οκνηρός» (< ἀργός [II])] …

    Dictionary of Greek

  • 32βραδύποδες — Οικογένεια νωδών (δηλαδή χωρίς δόντια) θηλαστικών. Αποτελείται από δύο μόνο γένη που περιλαμβάνουν διάφορα είδη, τα οποία έχουν κοινά χαρακτηριστικά: εξαιρετική βραδύτητα στις κινήσεις και απουσία κοπτήρων και κυνοδόντων. Στο πρώτο γένος ανήκει ο …

    Dictionary of Greek

  • 33ὀκνηροτέρα — ὀκνηροτέρᾱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc/acc comp dual ὀκνηροτέρᾱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 34ὀκνηροτέρας — ὀκνηροτέρᾱς , ὀκνηρός shrinking fem acc comp pl ὀκνηροτέρᾱς , ὀκνηρός shrinking fem gen comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 35ленивый — укр. лiнивий, ст. слав. лѣнивъ ὀκνηρός, словен. lenìv, польск. leniwy. От лень. Сюда же ленивые щи вид щей из свежей капусты ; ср. польск. leniwe рiеrоgi ленивые вареники – клецки из пшеничной муки с творогом …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 36лень — ж., укр. лiнь ж., м. лень, лентяй , ст. слав. лѣнъ ὀκνηρός (Супр.), болг. лен ж., сербохорв. ли̏jен, ж. лиjѐна ленивый , словен. lė̑n, ж. lėnа ленивый, вялый , др. чеш. leny, чеш. liny ленивый, медлительный , др. чеш. leň ж. вялость, леность …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 37-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …

    Dictionary of Greek

  • 38άδουλος — (I) ἄδουλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δούλους, κατά συνέπεια ο πολύ φτωχός 2. (για σπίτια) αυτό που δεν υπηρετείται από δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοῦλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδουλία]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν δουλεύει, αν και τό επιθυμεί,… …

    Dictionary of Greek

  • 39άεργος — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… …

    Dictionary of Greek

  • 40άνεργος — η, ο (Α ἄνεργος, ον) [έργον] αυτός που δεν έχει εργασία, δεν εργάζεται, εκείνος που είναι χωρίς δουλειά αρχ. 1. απραγματοποίητος ανεκτέλεστος 2. ακατέργαστος, αδούλευτος 3. αδρανής, οκνηρός 4. φρ. «έργα άνεργα» ολέθρια έργα …

    Dictionary of Greek