οκνηρός
21ὀκνηρῷ — ὀκνηρός shrinking masc/neut dat sg …
22ὀκνηρότερα — ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc comp pl …
23ὀκνηρότεραι — ὀκνηρός shrinking fem nom/voc comp pl …
24ὀκνηρότεροι — ὀκνηρός shrinking masc nom/voc comp pl …
25ὀκνηρότερος — ὀκνηρός shrinking masc nom comp sg …
26ὀκνήρ' — ὀκνηρά , ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc pl ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc/acc dual ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὀκνηρέ , ὀκνηρός shrinking masc voc sg ὀκνηραί , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc pl …
27αεργός — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… …
28αράθυμος — η, ο 1. οκνηρός, νωθρός, αμελής 2. ζωηρός 3. αψύς 4. κακότροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αράθυμος με τη σημασία «νωθρός, οκνηρός» < α (προθετ.)* + ράθυμος. Ο τ. ανήκει στις νεοελλ. λέξεις στις οποίες παρατηρείται πρόσθεση φωνήεντος στην αρχή λέξης, που… …
29καταβλακεύω — (Α) 1. μεταχειρίζομαι κάτι με αμέλεια, αδέξια, παραμελώ, αμελώ 2. παθ. καταβλακεύομαι είμαι αμελής ή οκνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βλακεύω «είμαι οκνηρός»] …
30νωθρός — ή, ό (ΑΜ νωθρός, ά, όν) 1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος 2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.) αρχ. 1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ) 2. μικρός, ανίσχυρος 3. αυτός που κάνει… …