οκνηρός
121οκνός — ή, ό νωθρός, απρόθυμος, αμελής, αργοκίνητος, ακαμάτης, οκνηρός, τεμπέλης: Οκνή νοικοκυρά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
122ράθυμος — η, ο νωθρός, οκνηρός, απρόθυμος για δουλειά: Στην αρχή ήταν ράθυμος, αργότερα όμως εξελίχτηκε σε τεμπέλη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
123τεμπελχανάς — ο πληθ. άδες, θηλ. ού αρχιτεμπέλης, πολύ οκνηρός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
124τεμπελόσκυλο — το 1. σκύλος τεμπέλης. 2. άνθρωπος πολύ οκνηρός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
125φυγόπονος — η, ο αυτός που αποφεύγει τους κόπους, την εργασία, οκνηρός, νωθρός, τεμπέλης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
126ὀκνηροτέραν — ὀκνηροτέρᾱν , ὀκνηρός shrinking fem acc comp sg (attic doric aeolic) …
127ὀκνηράν — ὀκνηρά̱ν , ὀκνηρός shrinking fem acc sg (attic doric aeolic) …
128ὀκνηράς — ὀκνηρά̱ς , ὀκνηρός shrinking fem acc pl …