οι χιονοδρομικοί αγώνες
1χιονοδρομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χιονοδρομία ή στο χιονοδρόμο: Εδώ γίνονται χιονοδρομικοί αγώνες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
1χιονοδρομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χιονοδρομία ή στο χιονοδρόμο: Εδώ γίνονται χιονοδρομικοί αγώνες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)