οι κάλτσες
41καλτσοβελόνα — η βελόνα για το πλέξιμο των καλτσών: Σε πολλά χωριά οι γυναίκες πλέκουν μάλλινες κάλτσες με καλτσοβελόνες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
42καλτσοδέτα — καλτσοδέτα, η και καλτσοδέτης, ο ελαστική ταινία με την οποία συγκρατείται η κάλτσα: Δεν έβαλα καλτσοδέτα και μου πέφτουν οι κάλτσες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
43καλτσώνω — ωσα, ώθηκα, καλτσωμένος, βάζω σε κάποιον τις κάλτσες: Κάλτσωσε το παιδί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
44καρικώνω — καρίκωσα, καρικώθηκα, καρικωμένος (λ. ιταλ.), μαντάρω: Θέλω να μου καρικώσεις τις κάλτσες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
45ξεκάλτσωτος — η, ο αυτός που δε φορεί κάλτσες, γυμνόποδας, ξεκαλτσωμένος: Ξεκάλτσωτος, ξεσκούφωτος και ψόφιος απ την πείνα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
46ξυπολιέμαι — ξυπολύθηκα, γυμνώνω τα πόδια μου, βγάζω τα παπούτσια ή και τις κάλτσες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
47ξυπόλυτος — η, ο 1. αυτός που δε φορεί παπούτσια ή και κάλτσες, ο γυμνόποδας: Χόρευαν ξυπόλυτοι. 2. φτωχός, αλήτης: Μπήκε ξυπόλυτος στο σπίτι τους κι έγινε νοικοκύρης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
48σκαλτσάτος — σκαλτσάτος, η, ο και καλτσάτος, η, ο 1. αυτός που φοράει κάλτσες. 2. πουλί ή ζώο που έχει τρίχωμα ή φτερά στα πόδια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)