οι κάλτσες
31παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… …
32Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …
33Τίρσο ντε Μολίνα — (Tirso de Molina, ψευδώνυμο του Fray Gabriel Tellez, Μαδρίτη 1584; – Αλμαθάν, Σόρια 1648). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αλκαλά ντε Ενάρες και μπήκε στο μοναχικό τάγμα των αδελφών του Ελέους. Έμεινε μερικά χρόνια στη …
34Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… …
35Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …
36ακάλτσωτος — ακάλτσωτος, η, ο και άκαλτσος, η, ο 1. αυτός που δε φορεί κάλτσες, ο ξεκάλτσωτος: Βάζει τα παπούτσια του ακάλτσωτος. 2. (για πουλιά), αυτός που δεν έχει φτερά στα πόδια: Ο κόκορας αυτός είναι ακάλτσωτος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
37βαμβακερός — βαμβακερός, ή, ό και μπαμπακερός, ή, ό 1. ο βαμβακένιος: Οι βαμβακερές κάλτσες είναι οι καλύτερες για το καλοκαίρι. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., βαμβακερά ρούχα και είδη από μπαμπάκι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
38κάλτσα — η (λ. ιταλ.), εφαρμοστό κάλυμα των άκρων του ποδιού: Φόρεσε τα παπούτσια χωρίς να βάλει τις κάλτσες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
39καλτσάδικο — το εργαστήριο κατασκευής καλτσών: Αγόρασα φτηνά τις κάλτσες από το καλτσάδικο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
40καλτσάτος — η, ο που φοράει κάλτσες, ο καλτσωμένος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)