οι κάλτσες

  • 21Αστέρ, Φρεντ — (1899 – 1987). Αμερικανός ηθοποιός, χορογράφος και χορευτής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Φρέντρικ Όστερλιτζ. Ξεκίνησε την καριέρα του στο Μπρόντγουεϊ το 1922 με το μιούζικαλ Για τ’ όνομα του Θεού. Στη συνέχεια εργάστηκε στο Χόλιγουντ συνήθως με… …

    Dictionary of Greek

  • 22Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 23Βέσελ, Γιόχαν Χέρμαν — (Johan Herman Wessel, Γιόνσρουντ 1742 – Κοπεγχάγη 1785). Νορβηγός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή κωμικών έργων, όπως το Αγάπη δίχως κάλτσες, που εκδόθηκε το 1772 και παρουσιάστηκε στο θέατρο το 1773 με μουσική του… …

    Dictionary of Greek

  • 24Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 25Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 26Λόρε, Πίτερ — (Peter Lorre, Ρόζενμπεργκ, Ουγγαρία 1904 – Αμερική 1964). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ούγγρου ηθοποιού Λάζλο Λέβενσταϊν (Laszlo Loewenstein). Αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική, αφού είχε διάγει μια ταραγμένη εφηβική και νεανική ηλικία και… …

    Dictionary of Greek

  • 27Μαμούλιαν, Ρούμπεν — (Ruben Mamoulian, Τιφλίδα, Γεωργία 1897 – Λος Άντζελες 1987). Αμερικανός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ήταν αρμενικής καταγωγής. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και θέατρο στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας με τον Γ.… …

    Dictionary of Greek

  • 28Μουσείο, Λαογραφικό Σαρακατσάνων (Σέρρες) — Το μουσείο στεγάζεται από το 1998 σε ένα νεόδμητο κτίριο ειδικά χτισμένο γι’ αυτό τον σκοπό με την ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού. Μέσω των προσεκτικά επιλεγμένων και με σύγχρονο τρόπο παρουσιασμένων αντικειμένων μπορεί ο επισκέπτης να… …

    Dictionary of Greek

  • 29μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… …

    Dictionary of Greek

  • 30Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …

    Dictionary of Greek