οι κάλτσες

  • 11καλτσάτος — η, ο αυτός που φορεί κάλτσες, καλτσωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλτσα + κατάλ. άτος) πρβλ. κουδουν άτος)] …

    Dictionary of Greek

  • 12καλτσώνω — [κάλτσα] φορώ σε κάποιον κάλτσες …

    Dictionary of Greek

  • 13κνημοδέτης — ο ταινία που συγκρατεί τις κάλτσες, καλτσοδέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. λαιμο δέτης, μυστακο δέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] …

    Dictionary of Greek

  • 14κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 15ξεκάλτσωτος — η, ο αυτός που δεν φορά κάλτσες …

    Dictionary of Greek

  • 16ξεκαλτσώνω — βγάζω τις κάλτσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλτσώνω] …

    Dictionary of Greek

  • 17ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …

    Dictionary of Greek

  • 18ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …

    Dictionary of Greek

  • 19σκαλτσάτος — η, ο, Ν 1. αυτός που φορεί κάλτσες, καλτσάτος 2. (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει μακριές τρίχες ή μεγάλο φτέρωμα πάνω στο πέλμα τού ποδιού («αϊτός σκαλτσάτος, νυχοποδαράτος», δημ. αίνιγμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλτσα + κατάλ. άτος (πρβλ. σκουφ… …

    Dictionary of Greek

  • 20τρύπιος — και διαλ. τ. τρούπιος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει οπή ή οπές, τρυπημένος, διάτρητος («η σακούλα είναι τρύπια») 2. (κατ επέκτ.) (για ενδύματα) φθαρμένος από τη συνεχή χρήση («τρύπιες κάλτσες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. τρύπιος έχει… …

    Dictionary of Greek