οισω
1οίσω — οἴσω (Α) μέλλ. τού ρ. φέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρηματ. επίθ. οἰστός οδηγεί σε ένα θ. οισ , άγνωστης ετυμολ., από το οποίο σχηματίζεται ο μέλλ. οἴσω τού ρ. φέρω. Το θ. αυτό, που υπάρχει παρλλ. προς το θ. τού ενεστ. φέρω* και τού αορ. ἤνεγκον (βλ. λ.… …
2οἰσῶ — φέρω fero fut ind act 1st sg (doric) οἰσός withy masc gen sg (doric aeolic) …
3οἴσω — φέρω fero fut ind act 1st sg …
4LACERTA — an a lacerando, an quod pedes habet lacertis humani brachii similes, Graece σαῦρα, notum reptile est, hominis amicitiâ, et antipathiâ serpentis, unde et ὀφιομάχου accepit nomen. Sed et lacertae immicissimum genus cochleis, ut ait Plin. l. 8. c.… …
5PHILTRA — quibus in amorem per vim inducuntur homines, ἀνάγκαι quoque et κατανάγκαι Graecis dicta, ut ex Synesio discimus, qui κατανάγκας et καταδέσμους in amatoriis memorat. Unde et herba, cuius ad amatoria usus, Plinio, l. 27. c. 8. catanance appellatur …
6-τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …
7έξοισις — ἔξοισις, η (Α) διάδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ οίσω (μέλλ. τού εκφέρω)] …
8ετερόκλιτος — η, ο (ΑΜ ἑτερόκλιτος, ον) (για ονόματα ή ρήματα) αυτός που κλίνεται ανώμαλα («Ζευς, Διός», «πυρ, πυρά», «φέρω, οίσω, ήνεγκον») νεοελλ. ο ετεροκλινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κλιτός (< κλίνω) πρβλ. ά κλιτος] …
9ευπάροιστος — εὐπάροιστος, ον (Α) 1. αυτός που παραφέρεται εύκολα 2. αυτός που μεταφέρεται εύκολα από τόπο σε τόπο, ο ευμετακόμιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πάρ οιστος (< παρ οίσω, μέλλ. τού παρα φέρω)] …
10ευπρόσοιστος — εὐπρόσοιστος, ον (Α) αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει κάποιος, εύκολος («ευπρόσοδος ἔκβασις» εύκολη έκβαση, δυνατή λύση, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ οιστος (< προσ οίσω, μέλλ. τού προσ φέρω), πρβλ. α πρόσ οιστος, δυσ πρόσ οιστος] …