οισω

  • 11οίσις — οἶσις, ἡ (Α) κίνηση, φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴσω, μέλλ. τού φέρω (πρβλ. έξ οισις). Η λ. έχει πλαστεί από τον Πλάτωνα για να εξηγήσει τη λ. οἴησις] …

    Dictionary of Greek

  • 12οίσυλος — οἴσυλος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «προϊοῡλος, προύνικος», αυτός που μεταφέρει τα ψώνια από την αγορά στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴσω + επίθημα υλος (πρβλ. φάγ υλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 13οισοφάγος — (Ανατ.). Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που ενώνει τον φάρυγγα με το στομάχι· είναι ένας μυομεμβρανώδης σωλήνας μήκους περίπου 25 εκ., του οποίου οι περισταλτικές κινήσεις προωθούν τον βλωμό (μπουκιά) από τον φάρυγγα στο στομάχι. Οι πιο σημαντικές… …

    Dictionary of Greek

  • 14οιστός — οἰστός, ή, όν (Α) [οίσω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομένει, να υποφέρει, ανεκτός, υποφερτός. επίρρ... οἰστῶς (Α) ανεκτά …

    Dictionary of Greek

  • 15προοιστός — ή, όν, Α αυτός που θέλει ή που μπορεί να τοποθετηθεί μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ρηματ. επίθ. τού ρ. προφέρω (πρβλ. οἰστός, ρηματ. επίθ. τού φέρω, βλ. και λ. οἴσω)] …

    Dictionary of Greek

  • 16πρόσοισμα — οίσματος, τὸ, Α αυτό που δίνεται σε κάποιον ως τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θ. οισ τού οἴσω*, μέλλ. τού φέρω + κατάλ. μα] …

    Dictionary of Greek

  • 17συννοισία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ εἰς τὸ αὐτὸ συμφέρειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < συν * + οἴσω μέλλ. τού ρ. φέρω] …

    Dictionary of Greek

  • 18συνοιστός — ή, όν, Α σύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοίσω, μέλλ. τού συμφέρω (βλ. λ. οἴσω) + κατάλ. τός*] …

    Dictionary of Greek

  • 19υποίσω — ΜΑ διακομίζω, μεταφέρω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οἴσω, μέλλ. τού ρ. φέρω] …

    Dictionary of Greek

  • 20υποχείριος — α, ο / ὑποχείριος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α μτφ. (συν. για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που είναι υποταγμένος σε κάποιον (α. «έχει καταντήσει υποχείριό του» β. «ὑποχειρίους ποιεῑσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω… …

    Dictionary of Greek