Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οικονομία

См. также в других словарях:

  • οἰκονομία — οἰκονομίᾱ , οἰκονομία management of a household fem nom/voc/acc dual οἰκονομίᾱ , οἰκονομία management of a household fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • οἰκονομίᾳ — οἰκονομίαι , οἰκονομία management of a household fem nom/voc pl οἰκονομίᾱͅ , οἰκονομία management of a household fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικονομία — η 1. διαχείριση των εσόδων και εξόδων του σπιτικού. 2. όλες οι προσπάθειες των ανθρώπων με σκοπό την εξασφάλιση υλικών αγαθών. 3. η διάταξη της δομής λογοτεχνικού έργου: Οικονομία του αρχαίου δράματος. 4. οικονομίες, οι χρηματικό απόθεμα: Έχουμε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • αγροτική οικονομία — Η α.ο. εξετάζεται διπλά: ως τομέας της οικονομίας και ως κλάδος της οικονομικής επιστήμης. Ως τομέας της οικονομίας η α.ο. έχει σημασία και ρόλο ιδιάζοντα, αν και πολύ απέχει από το να θεωρηθεί ως πρωταρχική μορφή παραγωγικής δραστηριότητας, όπως …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Οικονομία Κοινότητα — (ΕΟΚ). Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός, ο οποίος με τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) μετεξελίχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση (Ιστορία) …   Dictionary of Greek

  • οἰκονομίας — οἰκονομίᾱς , οἰκονομία management of a household fem acc pl οἰκονομίᾱς , οἰκονομία management of a household fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκονομίαι — οἰκονομία management of a household fem nom/voc pl οἰκονομίᾱͅ , οἰκονομία management of a household fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκονομίαν — οἰκονομίᾱν , οἰκονομία management of a household fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»