-
1 οικονομία
[икономиа] ουσ. Θ. экономика (наука),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οικονομία
-
2 экономика
-и θ.1. οικονομία• οικονομικό σύστημα•экономика капитализма η οικονομία του καπιταλισμού•
экономика социализма η οικονομία του σοσιαλισμού.
2. η οικονομική ζωή•экономика деревни η οικονομία του χωριού.
3. οικονομία•экономика торговли εμπορική οικονομία•
экономика промышленности βιομηχανική οικονομία.
-
3 хозяйство
хозяйство с 1) (домашнее ) το νοικοκυριό 2) (экономика) η οικονομία; народное \хозяйство η εθνική οικονομία; сельское \хозяйство η αγροτική οικονομία* * *с1) ( домашнее) το νοικοκυριό2) ( экономи-ка) η οικονομίαнаро́дное хозя́йство — η εθνική οικονομία
се́льское хозя́йство — η αγροτική οικονομία
-
4 хозяйство
хозяйствос1. ἡ οίκονομία:мировое \хозяйство ἡ παγκόσμια οίκονομία· плановое \хозяйство ἡ σχεδιασμένη οίκονομία· народное \хозяйство ἡ ἐθνική (или ἡ λαϊκή) οίκονομία· сельское \хозяйство ἡ ἀγροτική οίκονομία· натуральное \хозяйство ἡ φυσική οίκονομία· зерновое \хозяйство ἡ καλλιέργεια σιτηρών2. (домашнее) τό νοικοκυριό·3. (в деревне) τό ἀγροτικό νοικοκυριό,· ἡ ἀγροτική ἰδιοκτησία:единоличное \хозяйство τό ἀτομικό νοικοκυριό· коллективное \хозяйство ὁ συνεταιρισμός, τό κολχόζ·4. (инвентарь) τά ἐργαλεία, τά ἐξαρτήματα, τά σύνεργα:\хозяйство артели τά σύνεργα τοῦ συνεταιρισμοί). -
5 хозяйство
-а ουδ.1. οικονομία•капиталистическое хозяйство καπιταλιστική οικονομία•
социалистическое хозяйство σοσιαλιστική οικονομία•
народное хозяйство λαϊκή οικονομία•
сельское хозяйство αγροτική οικονομία.
2. το νοικοκυριό, τα οικιακά ή άλλα είδη•у соседки хозяйство полное хозяйство η γειτόνισσα έχει όλο το νοικοκυριό.
|| οικονομικό νοικοκυριό•одноличное хозяйство ατομικό νοικοκυριό•
мелкокрестьянские -а τα μικρά αγροτικά νοικοκυριά•
колхозное хозяйство το κολχόζνικο•
моё ικοκυρ ιο.
-
6 сбережение
сбережени||ес1. (действие) ἡ οἰκονομία:\сбережение сил ἡ οίκονομία (или ἡ διατήρηση) τών δυνάμεων2. \сбережениея мн. ἡ οίκονομία, τό ἀποταμίευμα, ἡ ἀποταμίευση:иметь \сбережениея ἔχω οἰκονομίες· трудовые \сбережениея οἱ οἰκονομίες ἀπό τή δουλειά. -
7 экоиомия
экоиоми||яж ἡ οίκονομία:для \экоиомияи времени γιά οίκονομία χρόνου· режим \экоиомияи καθεστώς οἰκονομίας· политическая \экоиомия ἡ πολιτική οίκονομία. -
8 сбережение
-я ουδ.1. οικονομία• διατήρηση• φειδώ•сбережение сил οικονομία δυνάμεων•
-времени οικονομία χρόνου.
|| προφύλαξη (από φθορά κ.τ.τ.).2. πλθ. -жния, -ий οι οικονομίες. -
9 экономизация
-и θ.οικονομία•экономизация сил οικονομία. экономизация сил οικονομία δυνάμεων.
-
10 экономить
-млю, -мишьρ.δ.μ.οικονομώ, ξοδεύω φειδωλά, κάνω οικονομία•экономить топливо κάνω οικονομία στα καύσιμα•
экономить деньги κάνω οικονομία στα χρήματα•
экономить время φείδομαι, χρόνου.
|| κάνω οικονομίες.οικονομούμαι. -
11 экономичность
-и θ.οικονομία, περιορισμός κατανάλωσης•экономичность двигателя οικονομία του κινητήρα•
экономичность перевозок οικονομία μεταφορών.
-
12 экономия
-и θ.1. οικονομία•борьба за -ю материалов αγώνας για οικονομία υλικών•
ради -ии χάρη οικονομίας.
2. βλ. экономика (2,3 σημ.).3. το τσιφλικάδικο νοικοκυριό.4. παλ. οικονομία•департамент государственной -ии κρατικό τμήμα οικονομίας.
-
13 экономия
1. (область знания) η οικονομία 2. (бережливость, экономное обращение) η οικονομία 3. (сбережение чего-л.) η εξοικονόμησηзначительная - μεγάλη -, σημαντική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экономия
-
14 сельский
сельский αγροτικός; χωριάτικος (деревенский)· \сельскийое хозяйство η αγροτική οικονομία, η γεωργία* * *αγροτικός; χωριάτικος ( деревенский)се́льское хозя́йство — η αγροτική οικονομία, η γεωργία
-
15 экономия
-
16 стесництьться
стесни́цть||ться1. (сдвинуться) στριμώχνομαι:все \стесництьтьсялись у двери ὅλοι στριμώχθηκαν μπροστά στήν πόρτα·2. (ограничить себя в чем-л.) κάνω οίκονομία σφίγγομαι:накопились долги, пришлось \стесництьтьсяться μαζεύτηκαν πολλά χρέη, χρειάστηκε νά κάνουμε οίκονομία·3. (о дыхании и т. ἡ.) πιάνομαι:у него́ \стесництьтьсялось дыхание πιάστηκε ἡ ἀναπνοή гои. -
17 поднимать
1. (брать, подбирать) σηκώνω, παίρνω 2. (отделяя от чего-л., удерживать на весу) σηκώνω 3. (перемещать куда-л. наверх) ανεβάζω, σηκώνω 4. (побуждать встать, трогаться с места) ξεσηκώνω, εξεγείρω 5. (делать более высоким, громким) υψώνω, ανεβάζω 6. (увеличивать, повышать) ανεβάζω, αυξάνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поднимать
-
18 политэкономия
η πολιτική οικονομία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > политэкономия
-
19 хозяйство
1. (экономика) η οικονομίαмировое - см. всемирное -2. (производственная единица) το συγκρότημα, η επιχείρησηмолочное - το γαλακτοκομείο, η γαλακτοκομεία3. (оборудование и оснащение) ο εξοπλισμός (και τα μέσα)инструментальное - το απόθεμα/η αποθήκη εργαλείωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хозяйство
-
20 экономить
κάνω οικονομία/οικονομίες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экономить
См. также в других словарях:
οἰκονομία — οἰκονομίᾱ , οἰκονομία management of a household fem nom/voc/acc dual οἰκονομίᾱ , οἰκονομία management of a household fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
οἰκονομίᾳ — οἰκονομίαι , οἰκονομία management of a household fem nom/voc pl οἰκονομίᾱͅ , οἰκονομία management of a household fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομία — η 1. διαχείριση των εσόδων και εξόδων του σπιτικού. 2. όλες οι προσπάθειες των ανθρώπων με σκοπό την εξασφάλιση υλικών αγαθών. 3. η διάταξη της δομής λογοτεχνικού έργου: Οικονομία του αρχαίου δράματος. 4. οικονομίες, οι χρηματικό απόθεμα: Έχουμε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
αγροτική οικονομία — Η α.ο. εξετάζεται διπλά: ως τομέας της οικονομίας και ως κλάδος της οικονομικής επιστήμης. Ως τομέας της οικονομίας η α.ο. έχει σημασία και ρόλο ιδιάζοντα, αν και πολύ απέχει από το να θεωρηθεί ως πρωταρχική μορφή παραγωγικής δραστηριότητας, όπως … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Οικονομία Κοινότητα — (ΕΟΚ). Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός, ο οποίος με τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) μετεξελίχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση (Ιστορία) … Dictionary of Greek
οἰκονομίας — οἰκονομίᾱς , οἰκονομία management of a household fem acc pl οἰκονομίᾱς , οἰκονομία management of a household fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομίαι — οἰκονομία management of a household fem nom/voc pl οἰκονομίᾱͅ , οἰκονομία management of a household fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομίαν — οἰκονομίᾱν , οἰκονομία management of a household fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)