οδυνηρός
1ὀδυνηρός — painful masc nom sg …
2οδυνηρός — ή, ό (ΑΜ ὀδυνηρός, ά, όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός (εντομ.) γένος… …
3οδυνηρός — ή, ό αυτός που προκαλεί οδύνη, ο λυπηρός: Οδυνηρό γεγονός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὀδυνηρά — ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc pl ὀδυνηρά̱ , ὀδυνηρός painful fem nom/voc/acc dual ὀδυνηρά̱ , ὀδυνηρός painful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5ὀδυνηρότερον — ὀδυνηρός painful adverbial comp ὀδυνηρός painful masc acc comp sg ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc comp sg …
6ὀδυνηροτάτων — ὀδυνηρός painful fem gen superl pl ὀδυνηρός painful masc/neut gen superl pl …
7ὀδυνηρῶν — ὀδυνηρός painful fem gen pl ὀδυνηρός painful masc/neut gen pl …
8ὀδυνηρόν — ὀδυνηρός painful masc acc sg ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc sg …
9ὀδυνηρότατα — ὀδυνηρός painful adverbial superl ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc superl pl …
10ὀδυνηρότατον — ὀδυνηρός painful masc acc superl sg ὀδυνηρός painful neut nom/voc/acc superl sg …