οδοντωτός
1ὀδοντωτός — with large teeth masc nom sg …
2οδοντωτός — ή, ό (Α ὀδοντωτός, ή, όν) [οδοντώ] (συν. για εργαλείο, εξάρτημα ή κατασκευή) αυτός που φέρει οδόντωση, που έχει εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές παρόμοιες με δόντια νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που εμφανίζει εντομές, ανάμεσα στις οποίες προβάλλουν… …
3οδοντωτός — ή, ό αυτός που έχει δόντια: Οδοντωτός τροχός. – Οδοντωτό φύλλο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών …
5ὀδοντωτά — ὀδοντωτός with large teeth neut nom/voc/acc pl ὀδοντωτά̱ , ὀδοντωτός with large teeth fem nom/voc/acc dual ὀδοντωτά̱ , ὀδοντωτός with large teeth fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6ὀδοντωτῶν — ὀδοντωτός with large teeth fem gen pl ὀδοντωτός with large teeth masc/neut gen pl …
7ὀδοντωτόν — ὀδοντωτός with large teeth masc acc sg ὀδοντωτός with large teeth neut nom/voc/acc sg …
8ὀδοντωτοῖς — ὀδοντωτός with large teeth masc/neut dat pl …
9ὀδοντωτοί — ὀδοντωτός with large teeth masc nom/voc pl …
10ὀδοντωτοῦ — ὀδοντωτός with large teeth masc/neut gen sg …