οδηγός
1ὁδηγός — guide masc nom sg …
2οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… …
3οδηγός — ο 1. αυτός που δείχνει το δρόμο, που πάει μπροστά: Χωρίς οδηγό δεν μπορείς να μπεις στα τροπικά δάση. 2. ο πρώτος της παράταξης, της γραμμής: Οδηγός δεξιά, μαρς! (γυμν. παράγγελμα). 3. γενικά ο επικεφαλής ομάδας. 4. αυτός που χειρίζεται, που… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὁδηγοί — ὁδηγός guide masc nom/voc pl …
5ὁδηγούς — ὁδηγός guide masc acc pl …
6ὁδηγέ — ὁδηγός guide masc voc sg …
7ὁδηγῷ — ὁδηγός guide masc dat sg …
8ὁδηγόν — ὁδηγός guide masc acc sg …
9ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… …
10Αναγνωστόπουλος, Πάνος — (Γαργαλιάνοι 1883 – Αθήνα 1964).Γεωπόνος και συγγραφέας. Σπούδασε γεωπονία στο πανεπιστήμιο Γουισκόνσιν των ΗΠΑ, όπου ειδικεύτηκε σε θέματα δενδροκομίας και κηπουρικής. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας και κατόπιν… …