ξύρησις
1ξύρησις — ξύρησις, ἡ (Α) [ξυρώ] 1. ξύρισμα, ξυράφισμα τής κεφαλής 2. ξύρισμα ως μέσο εξευτελισμού, εξευτελισμός κάποιου με ξύρισμα («καὶ ἐκάλεσε κύριος... ἐν τῇ ἡμερᾳ ἐκείνῃ κλαυθμὸν... καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων», ΠΔ) …
2ξύρησις — shaving fem nom sg …
3ξυρήσει — ξύρησις shaving fem nom/voc/acc dual (attic epic) ξυρήσεϊ , ξύρησις shaving fem dat sg (epic) ξύρησις shaving fem dat sg (attic ionic) ξυράω shave aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ξυράω shave fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ξυράω shave fut …
4ξυρήσεις — ξύρησις shaving fem nom/voc pl (attic epic) ξύρησις shaving fem nom/acc pl (attic) ξυράω shave aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ξυράω shave fut ind act 2nd sg (attic ionic) ξυρέω shave aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ξυρέω shave fut… …
5ξυρήσεσιν — ξύρησις shaving fem dat pl …
6ξύρησιν — ξύρησις shaving fem acc sg ξυράω shave pres ind act 3rd sg ξύ̱ρησιν , ξυρέω shave aor subj mid 2nd sg (epic) ξύ̱ρησιν , ξυρέω shave aor subj act 3rd sg (epic) ξύ̱ρησιν , ξυρέω shave pres subj mp 2nd sg (epic) ξύ̱ρησιν , ξυρέω shave pres subj act… …
7ξυρήσιμος — ξυρήσιμος, ον (Α) [ξυρησις] αυτός που έχει ανάγκη από ξύρισμα ή που είναι επιδεκτικός ξυρίσματος …
8ξυρησίταυρος — ξυρησίταυρος, ὁ (Α) (κυρίως στον πληθ.) οἱ ξυρησίταυροι αυτοί που ξυρίζουν την περιοχή τού αιδοίου, ως ονομασία τάγματος στις Σάρδεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύρησις + ταῦρος «γυναικείο αιδοίο»] …
9ξυρησμός — ξυρησμός, ὁ (Α) ξύρησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρῶ + κατάλ. σμος, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. ναυαγησμός, νουθετησμός] …
10ԳԵՐԾՈՒՄՆ — (ծման.) NBH 1 0548 Chronological Sequence: Early classical գ. ξύρησις rasura, tonsura, calvitium Սափրումն. ցտումն. եւ Կնտութիւն. ... *Լալումն եւ կոծումն եւ աշխարումն եւ գերծումն. Ես. ՟Ի՟Բ. 12 …
- 1
- 2