ξέσματα
1ξέσματα — ξέσμα that which is smoothed neut nom/voc/acc pl …
2RAMENTA Auri — capitiolim aspersa, memorantur Capitolino in Vero, c. 10. et Lampridio in Commodo, c. 17. ψήγματα Graecis, et ξέσματα, item τρίμματα χρυσοῦ dicta, unde et Latini trimmam auri fecêre, uti discimus ex Anastasio Bibliothecar. in Silvestro: de qua… …
3κανναβάριος — κανναβάριος, ὁ (Α) 1. ο ιδιοκτήτης παραπήγματος, μικρής παράγκας, μικρομάγαζου, όπου πουλούσε διάφορα είδη, ο μικροπωλητής ή αυτός που κατεργαζόταν την κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι, για κατασκευή σχοινιών 2. αυτός που κατασκεύαζε στουπιά από ξέσματα… …
4κνήστις — κνῆστις, εως και ιος, ἡ (Α) [κνω] 1. τρίφτης για ξύσιμο τυριού 2. κνησμός, φαγούρα 3. (κατά τον Ησύχ.) ράχη 4. φρ. «τυροῡ κνῆστις» τα ξέσματα τού τυριού …
5πριονίδι — το, Ν συν. στον πληθ. τα πριονίδια λεπτά ξέσματα από πριονισμένο ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριόνι + κατάλ. ίδι (πρβλ. ροκαν ίδι)] …
6τίλμα — το, ΝΑ [τίλλω] μοτός, ξαντό νεοελλ. στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών αρχ. 1. τίλση 2. καθετί… …