ξέσ(σ)αι
1ξέση — η (Α ξέσις) ξύσιμο, σκάλισμα, λείανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ρ. ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α] …
2ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση …
3ξέστρα — η 1. η ξύστρα, το ξυστήρι 2. είδος λίμας με χοντρά δόντια που χρησιμοποιείται στην ξυλουργική, αλλ. ράσπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. τρα (πρβλ. σκοτώσ τρα)] …
4ξέστρο — το (Α ξέστρον) εργαλείο ποικίλης μορφής που αποτελείται από λεπίδα κατασκευασμένη από σκληρό χάλυβα και ακονισμένη στο άκρο και το οποίο έχει διάφορες χρήσεις νεοελλ. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο αποξέονται τα τοιχώματα διαφόρων κοίλων… …
5ξεσμός — ξεσμός, ὁ (Α) (ως βασανιστήριο) ξύσιμο («μετὰ ξεσμοὺς καὶ στρεβλώσεις», Ευσέβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. μος] …
6ξεστήρας — ο (Μ ξεστήρ) εργαλείο για ξύσιμο και για λείανση, η ξύστρα, το ξυστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. τήρ(ας), πρβλ. κολασ τήρ, ξυσ τήρ] …
7ξεστός — ή, ό (Α ξεστός, ή, όν) (συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα) 1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο 2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.) αρχ. 1.… …
8κηλέστης — κηλέστης, ὁ (Α) απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλέσ της < θ. κηλεσ < κηλῶ «μαγεύω» και επίθημα της (πρβλ. ηκέσ της, ξέσ της)] …
9ster-4 — ster 4 English meaning: line, stripe, ray Deutsche Übersetzung: ‘streifen, Strich, Strähne, Strahl”; “about etwas hinwegstreifen, streichen” Note: also sterǝ : strē , strei , streu ; with g, b, dh (or t ) extended; identical with… …