ξυστά
1ξυστά — επίρρ. τοπ., από πολύ κοντά, ξώπετσα, ξώδερμα, ξέσκουρα, ξώφαλτσα: Η σφαίρα πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ξυστά — επίρρ. βλ. ξυστός …
3ξυστά — ξυστόν shaved neut nom/voc/acc pl ξυστός 1 shaved neut nom/voc/acc pl …
4ξυστάσει — ξυστά̱σει , συνίστημι BJ Prooem. aor subj act 3rd sg (epic doric) ξυστά̱σει , συνίστημι BJ Prooem. fut ind mid 2nd sg (doric) ξυστά̱σει , συνίστημι BJ Prooem. fut ind act 3rd sg (doric) …
5ξυστασῶν — ξυστᾱσῶν , συνίστημι BJ Prooem. aor part act fem gen pl ξυστᾱσῶν , συνίστημι BJ Prooem. fut part act masc nom sg (doric) …
6ξυστάσεις — ξυστά̱σεις , συνίστημι BJ Prooem. aor subj act 2nd sg (epic doric) ξυστά̱σεις , συνίστημι BJ Prooem. fut ind act 2nd sg (doric) …
7ξυστάς — ξυστά̱ς , συνίστημι BJ Prooem. aor part act masc nom/voc sg …
8ξυστάσης — ξυστά̱σης , συνίστημι BJ Prooem. aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …
9ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… …
10γράβδην — επίρρ. (Μ) [γράφω] ξυστά, γρατζουνιστά …