ξυστάλλιον

  • 1ξυστάλλιον — ξυστάλλιον, τὸ (Α) μικρό, λεπτό ξύστρο, μικρή ξύστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εκφραστικό υποκορ. τού ξύστης] …

    Dictionary of Greek