ξυστός
1ξυστός — 1 shaved masc/fem nom sg ξυστός 2 walking place masc nom sg …
2Ξυστός — shaved masc nom sg …
3ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… …
4ξυστός ή ξυστόν — Ο ισοπεδωμένος και καθαρισμένος από χόρτα και πέτρες χώρος που χρησίμευε στην αρχαία Ελλάδα για την άθληση των δρομέων. Με το πέρασμα του χρόνου, το ξ. και η παλαίστρα αποτέλεσαν τα δύο κύρια μέρη του πρωταρχικού γυμνάσιου, και τότε ο όρος ξ.… …
5ξυστοί — ξυστός 1 shaved masc/fem nom/voc pl ξυστός 2 walking place masc nom/voc pl …
6ξυστούς — ξυστός 1 shaved masc/fem acc pl ξυστός 2 walking place masc acc pl …
7Ξυστοῖς — Ξυστός shaved masc dat pl …
8Ξυστοῖσι — Ξυστός shaved masc dat pl (epic ionic aeolic) …
9Ξυστοῖσιν — Ξυστός shaved masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10Ξυστοί — Ξυστός shaved masc nom/voc pl …