ξυρῶ
1ξυρώ — ξυρῶ, έω και άω (Α) [ξυρόν] 1. αφαιρώ τις τρίχες με ξυράφι, ξυρίζω (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», Πλούτ. β. «σὺ δ εὐπρόσωπος, λευκὸς ἐξυρημένος», Αριστοφ.) 2. μέσ. ξυρῶμαι, άομαι ξυρίζω τον εαυτό μου, ξυρίζομαι 3. παροιμ. α) «ξυρεῑ γὰρ ἐν… …
2ξύρω — (ΑΜ) [ξυρόν] ξυρίζω («ξυρόμενος τῆς κεφαλῆς τὸ ἥμισυ», Λουκιαν.) …
3ξυρῶ — ξυράω shave pres imperat mp 2nd sg ξυράω shave pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ξυράω shave pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ξυράω shave pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ξυράω shave pres ind act 1st sg (attic epic doric… …
4ξυρῷ — ξυράω shave pres opt act 3rd sg ξυρέω shave pres opt act 3rd sg ξυρόν razor neut dat sg ξυρός masc dat sg …
5ξυρῶι — ξυρῷ , ξυράω shave pres opt act 3rd sg ξυρῷ , ξυρέω shave pres opt act 3rd sg ξυρῷ , ξυρόν razor neut dat sg ξυρῷ , ξυρός masc dat sg …
6бритвьникъ — БРИТВЬНИК|Ъ (2*), А с. То же, что бритва: нова˫а же Долиидо Ѥоудокси˫а, въ борзѣ бритвьникомь прелестьнымь бритвивши, проклѩтиѥ собѣ изиска и зависть поистинѣ (τῷ ξυρῷ) ГА XIII XIV, 254в; бритвьникъ ноужею изострiти и пострищи тѣмь главоу (ξίφος) …
7αναξυρίς — (I) ἀναξυρίς ( ίδος), η (AM) (συνήθως στον πληθυντικό) αἱ ἀναξυρίδες στενή περισκελίδα μέχρι τους αστραγάλους, που τή χρησιμοποιούσαν ανατολικοί λαοί (Σκύθες κ.ά). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας κατά τον Ευστάθιο, η λ. παράγεται από το ἀνασύρομαι… …
8αποξυρώ — ἀποξυρῶ ( άω, έω) κ. ξύρω (Α) ξυρίζω εντελώς …
9επιξυρώ — ἐπιξυρῶ, άω (Α) [ξυρώ] ξυρίζω, κουρεύω …
10ημιξύρητος — ἡμιξύρητος, ον (Α) εν μέρει, κακώς, ατελώς ξυρισμένος, μισοξυρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ξυρητός (< ξυρώ «ξυρίζω»)] …